μπατάρισμα

μπατάρισμα
το
η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού μπατάρω, η κλίση προς τη μία πλευρά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μπατάρω κατά τα ουδ. σε -ισμα (πρβλ. παρκάρω: παρκάρισμα)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”